- ἐνιφέρβομαι
- ἐνιφέρβομαι, [suff] ἐνιππ-φύρω, [dialect] Ep. for [pref] ἐμφ-
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενιφέρβομαι — ἐνιφέρβομαι (Α) επικ. τ. τού εμφέρβομαι* … Dictionary of Greek
εμφέρβομαι — ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α) βόσκω μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek